- ἱκνουμένως
- ἱκνέομαιcomepres part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ικνουμένως — ἱκνουμένως, ιων. τ. ικνευμένως (Α) επίρρ. όπως πρέπει, όπως αρμόζει, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ἱκνούμενος τού ρ. ἱκνοῦμαι] … Dictionary of Greek